Αν οι φίλοι είναι η οικογένεια που επιλέγουμε.
Κι αν στην κατασκήνωση κάνεις φίλους.
Τότε ακούσια ο τόπος αυτός φέρει τη σφραγίδα της οικογένειας.
Αυτή η οικογένεια έχει το δικό της χώρο, χρόνο και επιτρέπει την ελεύθερη επιλογή των μελών της σχετικά με το χρώμα της.
Ο χρόνος κυλάει πολύ διαφορετικά, ή μάλλον του έχει δοθεί άλλη διάσταση. Ξεκινάει να μετράει δευτερόλεπτα τις πρώτες μέρες του Ιουνίου και παγώνει μετά τα πρώτα ηλιοβασιλέματα του Σεπτέμβρη. Τα χρόνια των ανθρώπων αυτής της οικογένειας μετρούν κι αυτά αλλιώς. Κανένας δεν πρόλαβε να μεγαλώσει πολύ. Προσωπικά είμαι 26 μηνών. Έχω φίλους όμως εκεί που είναι 45, 68 και ακόμη μεγαλύτερους. Ο μεγαλύτερος είναι 99 μηνών ακριβώς. Σε συμβατικά χρόνια αυτό υπολογίζεται, από ό,τι μου έχουν πει, σε 8,5 χρόνια. Δηλαδή, ακόμη και το «ωριμότερο» μέλος της οικογένειας είναι ακόμη παιδί. Κι ένα παιδί που χτυπάει η καρδιά του γέλια και μοιράζει χαμόγελα. Πω! Πόσες περιπέτειες θα έχει ζήσει αυτός. Ανυπομονώ να ξεπαγώσει ο χρόνος να τις ακούσω όλες, να ξεσηκώσω ιδέες και να γράψω τις δικές μου ιστορίες.
Ο χώρος έχει το σχήμα της φαντασίας σου. Ορκίζομαι πως κάποιους μήνες βρισκόταν στο διάστημα, άλλους σε παραμύθια, λούνα παρκ, αξιοθέατα και δάση. Θυμάμαι σε μία βόλτα φόρεσα τα φτερά μιας φίλης μου και σε λίγα μόλις λεπτά από ένα μαγικό κάστρο βρέθηκα στο ψηλότερο δέντρο που έχει φυτρώσει ποτέ στον κόσμο. Από εκεί, αν και πάντα φοβόμουν τα ύψη, βρήκα το θάρρος κι έκανα μία κατακόρυφη βουτιά που με οδήγησε σε ένα νησί πολύ διαφορετικό από όσα είχα γνωρίσει μέχρι τότε. Εκεί άκουσα για κατορθώματα παιδιών που έζησαν πολλούς μήνες πριν από εμένα. Αυτούς τους λέμε θρύλους, που κάποτε έπρεπε να ξεκινήσουν για κάποιο άλλο ταξίδι της ζωής του. Αλλά στα αλήθεια, δεν έφυγαν ποτέ και δε θα φύγουν γιατί θα ζουν πάντα μέσα από τις περιπέτειές τους. Συνεπώς ο χώρος αυτός, δεν μπορεί να χωρέσει σε τέσσερις, πέντε ή εκατό τοίχους. Γιατί ο χώρος αυτός ταυτίζεται απόλυτα με τους ανθρώπους του. Θα αρκούσαν 10 παιδιά, το ένα λίγο μεγαλύτερο, μία σκηνή, η αλμύρα της θάλασσας ή η δροσιά μιας καλοκαιρινής νύχτας πριν παραδοθεί στις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Ένας ήχος γέλιου, μία δόση αγωνίας και περιέργειας και είσαι ήδη εκεί πριν το καταλάβεις.
Το χρώμα της ποικίλλει από μήνα σε μήνα κι από το ένα παιδί στο επόμενο. Θυμάμαι φίλους μου να παθιάζονται με το μπλε, άλλους με το μαύρο και κάποιους με το κόκκινο ή το λευκό. Υπήρχαν συνθήματα, φωνές, δοκιμασίες, έντονα συναισθήματα για το καθένα και το ρίγος που σου δημιουργούταν τράνταζε το χρόνο και τον χώρο μέχρι τον Άρη, το φεγγάρι ή και πιο πέρα θαρρείς. Όλοι όμως ήξεραν πως το χρώμα τους προερχόταν από την ίδια παλέτα, από τον ίδιο καμβά του ίδιου ζωγράφου, την ψυχή ενός μικρού παιδιού. Με αποκορύφωμα, εκείνη την τελευταία νύχτα του Σεπτέμβρη που όλοι αγκαλιά, ανεξαρτήτως χρώματος, φορώντας τη ζακέτα τους και κάτω από τους ήχους μιας κιθάρας και τη θέα των τελευταίων καλοκαιρινών αστεριών ευχόντουσαν να διαρκούσαν αιώνια εκείνα τα λεπτά πριν παγώσει ο χρόνος.
Η δική μου ευχή είναι κάπου εκεί κρυμμένη, ανάμεσα σε ευχές πολλών ανυποψίαστων φίλων μου, περιμένοντας να εκπληρωθεί. Κι ελπίζω πως όταν τη βρει κάποτε κάποιος, θα χαμογελάσει και θα γράψει από πίσω τη δική του. Γιατί, ξέρουμε πια, πως αν πιστέψεις πολύ σε ένα όνειρο θα πραγματοποιηθεί. Μόνο που στην κατασκήνωση είσαι τόσο τυχερός, που αυτό το όνειρο μπορείς να το ζήσεις ξύπνιος.
Ο ψυχαγωγός