Δυνατά.
Είναι πολλές οι φορές που έχω προσπαθήσει να χωρέσω την κατασκήνωση σε κουτιά, γραμμές, όρια και κατηγορίες. Φορές, που προσπάθησα να απαντήσω σε εκείνα τα «γιατί;» που ταλανίζουν όλους τους ξένους, που αδυνατούν να αντιληφθούν το λόγο που εξαφανίζομαι σε μια αλλόκοτη πολιτεία, μακριά από την πραγματικότητά τους, κάθε καλοκαίρι. Οι λέξεις έτρεχαν στο μυαλό μου και κάθε φορά που θα έφτιαχνα μια απλή πρόταση για να τους απαντήσω, εκείνη πνιγόταν και μάγκωνε στην άκρη της γλώσσας μου. Λες και αποφάσιζε μόνη της, ότι όλα αυτά που πήγαινα να πω, δεν έφταναν, δεν αρκούσαν να περιγράψουν εκείνο τον μικρό, κρυφό παράδεισό μου. Προσπαθούσα ξανά, με πιο περίτεχνες και φανταχτερές λέξεις αυτή τη φορά. Σκεφτόμουν ότι έτσι ενδεχομένως καταφέρω να με πείσω ότι η προσπάθεια μου θα ήταν καλύτερη και ίσως κατάφερνα να αποδώσω την ουσία και να τους κάνω να δουν από τα μάτια μου. Πιστεύεις στη μαγεία; Αχ, μακάρι να έβλεπαν μέσα από τα μάτια μου!
Έλα, δες τουλάχιστον εσύ, εσύ μπορείς! Μα δεν γίνεται να μην βλέπεις τα χρώματα και τα σπιτάκια! Έστω τα μπλε γράμματα του αθλοράματος; Την πύλη πευκοράματος την είδες; Τα παιδιά; Οι φίλοι μου είναι αυτοί! Πίσω από καθετί μεγάλο, κρύβονται μικροί, πολλοί μαζί και στριμωχτά, άνθρωποι.
Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που γνώρισα ένα πρωινό κάποιου Ιουνίου ή ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα και με συντροφεύουν μέχρι σήμερα. Είναι οι φίλοι που απέκτησα, εδώ σε αυτό το σπιτάκι, σε αυτήν την κοινότητα, σε αυτή την πτέρυγα και ξαφνικά όλα αλλάξαν πρόσωπο. Είναι, πλέον, η μέρα μας που περνά αστραπιαία. Είναι το πρώτο βράδυ μας, που δεν μπορούμε να κοιμηθούμε. Είναι τα βλέμματα που ανταλλάξαμε χωρίς να πούμε κουβέντα. Είναι η φωνή μας που αντηχεί στο θεατράκι. Είναι η ψύχρα που μας διαπερνά στο δρόμο για τη διανυκτέρευση στη θάλασσα. Είναι το πιο χαζό αστείο που μας κάνει να ξεκαρδιζόμαστε. Είναι ο ήχος της κιθάρας που ακούμε να τρέχει ανάμεσα από τις αναμμένες δάδες στην παραλία. Είναι οι φίλοι μου και είναι οι στιγμές μας, το μου από το μας δύο γράμματα και δεκάδες κατασκηνωτικά βράδια διαφορά.
Εδώ δεν χωράει ο χρόνος, δεν έχουμε χρόνο για αυτόν! Εδώ αγαπάμε σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Γελάμε σαν να βλέπουμε την πιο αστεία κωμωδία. Δενόμαστε σαν τον πιο σφιχτό κόμπο. Μπλέκουμε και ξεμπλέκουμε. Ονειρευόμαστε σαν να μην ξυπνήσαμε ποτέ. Ναι, τώρα αισθάνομαι ότι βλέπεις καλύτερα. Βλέπεις ότι εδώ κρύβεσαι από την πραγματικότητα που κάποιες φορές σε τρομάζει. Βλέπεις συναισθήματα και νιώθεις ανθρώπους. Βλέπεις πως αρκούν λίγες μέρες για να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. Βλέπεις την ευχή σου να ανεβαίνει ψηλά στον αστραφτερό ουρανό. Βλέπεις τον εαυτό σου κατασκηνωτή, ομαδάρχη, κοινοτάρχη. Βλέπεις ότι είσαι ικανός για όλα εκείνα που φαντάζεσαι …είδες πόσο εύκολο ήταν;
«Να βρεις ένα μέρος όπου να υπάρχεις και η καρδιά σου να χτυπάει δυνατά» μου είχε πει ο παππούς μου όταν ήμουν μικρή. Δεν είχα καταλάβει, μέχρι που πέρασα την πύλη. Θα σε περιμένω εκεί…
Μαρίσα Σωφρονίδου,
Κοινοτάρχισσα